- κορεσμένοι υδρογονάνθρακες
- Οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο CνH2ν+2, στις οποίες όλοι οι δεσμοί μεταξύ τωνατόμων άνθρακα είναι απλοί. Βλ. λ. υδρογονάνθρακες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρογονάνθρακας — ο, Ν χημ. συν. στον πληθ. οι υδρογονάνθρακες μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο και οι οποίες αποτελούν το κύριο συστατικό τών πετρελαίων και των φυσικών αερίων ή συστατικά τών φυτικών … Dictionary of Greek
Φίσερ, Φραντς — (Fischer, Φράιμπουργκ 1877 – Μόναχο 1948). Γερμανός φυσικός. Συνεργάστηκε με τον Χανς Τροπς και επινόησαν, το 1925, μια μέθοδο παρασκευής συνθετικών υδρογονανθράκων, και ειδικότερα βενζίνης και γαζολίνης. Με τη μέθοδο αυτή παρασκευάζονται… … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek